- θαλασσόφυτα
- τατα αλόφυτα*.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. αντίστοιχου ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. halophytes (βλ. λ. αλόφυτα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσόφυτα — τα φυτά που ζουν στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek